καταπτερύσσω

καταπτερύσσω
καταπτερύσσω (Α)
(για τα πτηνά) ανοίγοντας τις φτερούγες πετώ εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πτερύσσω «ανοίγω τα φτερά μου για να πετάξω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”